- πεφυλαγμένως
πεφυλαγμένως, adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφυλαγμένως, adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφυλαγμένως — Α επίρρ. 1. με προφύλαξη, προσεκτικά 2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος τού φυλάσσω] … Dictionary of Greek
πεφυλαγμένως — φυλάσσω keep watch and ward perf part mp masc acc pl (doric) πεφῡλαγμένως , φυλάζω form into tribes perf part mp masc acc pl (doric) πεφυλαγμένως with due caution indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANACES — Castor et Pollus sic dicti. Nic. Lloydius, Graece Α῎νακες, (ita enim cum Victorio, quam Α῎νακτες, legere mavult Vossus) quo nomine iuxta receptam sententiam, Tyndaridae dicti sunt, Castor nempe ac Pollux. Ita enim Plut. in Theseo, Τιμὰς ἰσοθέους… … Hofmann J. Lexicon universale