- πεφασμένως
πεφασμένως, adv. zum partic. perf. pass. von φαίνω, offenbar, deutlich, Solon bei Lys. 10, 19, der es φανερῶς erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφασμένως, adv. zum partic. perf. pass. von φαίνω, offenbar, deutlich, Solon bei Lys. 10, 19, der es φανερῶς erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφασμένως — φαίνω A ren. perf part mp masc acc pl (doric) φημί Spir. Prooem. perf part pass masc acc pl (doric) πεφασμένως manifestly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφασμένως — ΜΑ επίρρ. μσν. φανερά, ορατά αρχ. προφανώς, σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφασμένος τού φαίνω] … Dictionary of Greek