- πεφυκότως
πεφυκότως, adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφυκότως, adv. zum part. perf. von φύω, der Natur gemäß, von Natur, dem πεπλασμένως entggstzt, λέγειν Arist. rhet. 3, 2, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφυκότως — Α επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, ότος τού φύω] … Dictionary of Greek
πεφυκότως — πεφῡκότως , πεφυκότως naturally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)