πεφυρμένως

πεφυρμένως

πεφυρμένως (φύρω), vermischt, ohne Unterschied, M. Ant. 2, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεφυρμένως — φύρω mix perf part mp masc acc pl (doric) πεφυρμένως confusedly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφυρμένως — Α επίρρ. ανάμικτα, χωρίς διάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυρμένος τού φύρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”