- πεφρονημένως
πεφρονημένως (φρονέω), verständig, überlegt, Stob. ecl. phys. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφρονημένως (φρονέω), verständig, überlegt, Stob. ecl. phys. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφρονημένως — φρονέω to be minded perf part mp masc acc pl (doric) πεφρονημένως thoughtfully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφρονημένως — Α επίρρ. με φρόνηση, με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφρονημένος τού φρονῶ] … Dictionary of Greek