- πεφροντισμένως
πεφροντισμένως (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφροντισμένως (φροντίζω), kluger Weise; D. Sic. 12, 40; Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφροντισμένως — Α επίρρ. 1. με φροντίδα, με σύνεση 2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος τού φροντίζω] … Dictionary of Greek
πεφροντισμένως — φροντίζω consider perf part mp masc acc pl (doric) πεφροντισμένως carefully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)