- πεφραγμένως
πεφραγμένως, zusammengedrängt, dicht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφραγμένως, zusammengedrängt, dicht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφραγμένως — φράσσω fence in perf part mp masc acc pl (doric) φράζω point out perf part mp masc acc pl (doric) πεφραγμένως guardedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφραγμένως — Α επίρρ. 1. με προφύλαξη 2. προβάλλοντας ισχυρή άμυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφραγμένος τού φράσσω] … Dictionary of Greek