πεφρασμένως

πεφρασμένως

πεφρασμένως (φράζομαι), verständig, E. M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεφρασμένως — φράζω point out perf part mp masc acc pl (doric) πεφρασμένως thoughtfully indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφρασμένως — Α επίρρ. με περίσκεψη, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφρασμένος τού φράζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”