πευθήν

πευθήν

πευθήν, ῆνος, ὁ, Forscher, Horcher, Frager, Späher, Spion, Luc. Alex. 23. 37; Hesych. erkl. πιστοί, περίεργοι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πευθήν — inquirer masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …   Dictionary of Greek

  • πευθῆνα — πευθήν inquirer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνας — πευθήν inquirer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνες — πευθήν inquirer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνι — πευθήν inquirer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆνος — πευθήν inquirer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθῆσι — πευθήν inquirer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευθήνων — πευθήν inquirer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”