- πιτύλισμα
πιτύλισμα, τό, jede schnelle Bewegung, Iuven. 11, 173. zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτύλισμα, τό, jede schnelle Bewegung, Iuven. 11, 173. zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτύλισμα — τὸ, Α [πιτυλίζω] 1. κάθε γρήγορη και κανονική κίνηση 2. είδος σωματικής άσκησης με σιδερένια βάρη ή κορύνες … Dictionary of Greek