- πιτύνη
πιτύνη, ἡ, zw. L. statt πυτίνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτύνη, ἡ, zw. L. statt πυτίνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιτύνη — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. πυτίνη … Dictionary of Greek
πυτίνη — και δ. γρφ. πιτύνη, η, ΝΑ 1. είδος φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς, κν. νταμιτζάνα 2. ως κύριο όν. Πυτίνη τίτλος κωμωδίας τού Κρατίνου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «... ἡ ἀμίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βυτίνα] … Dictionary of Greek