- πετασμός
πετασμός, ὁ, das Ausbreiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετασμός, ὁ, das Ausbreiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πετασμός — ὁ, ΜΑ [πετάννυμι] 1. η έκταση, το άπλωμα 2. η πτήση, το πέταγμα … Dictionary of Greek
πετασμοῖς — πετασμός spreading out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετασμούς — πετασμός spreading out masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτασις — άσεως, ἡ, Μ [πετάννυμι] ο πετασμός* … Dictionary of Greek