- ἐκ-σχίζω
ἐκ-σχίζω, herausspalten, ποταμὸς ἐξεσχίσϑη, theilte sich, Arist. mund. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σχίζω, herausspalten, ποταμὸς ἐξεσχίσϑη, theilte sich, Arist. mund. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίζω — split pres subj act 1st sg σχίζω split pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχίζω — σκίζω και σχίζω, έσκισα και έσχισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζον — σχίζω split pres part act masc voc sg σχίζω split pres part act neut nom/voc/acc sg σχίζω split imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σχίζω split imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζεσθε — σχίζω split pres imperat mp 2nd pl σχίζω split pres ind mp 2nd pl σχίζω split imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίζετε — σχίζω split pres imperat act 2nd pl σχίζω split pres ind act 2nd pl σχίζω split imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσαι — σχίζω split aor imperat mid 2nd sg σχίζω split aor inf act σχίσαῑ , σχίζω split aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσον — σχίζω split aor imperat act 2nd sg σχίζω split fut part act masc voc sg σχίζω split fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχίσω — σχίζω split aor subj act 1st sg σχίζω split fut ind act 1st sg σχίζω split aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχισμένα — σχίζω split perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχισμένᾱ , σχίζω split perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)