- ἐκ-σωρεύω
ἐκ-σωρεύω, an-, aufhäufen, Eur. Phoen. 1202.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σωρεύω, an-, aufhäufen, Eur. Phoen. 1202.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωρεύω — heap pres subj act 1st sg σωρεύω heap pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύω — σωρεύω, σώρευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σωρεύω — ΝΜΑ [σωρός] (κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ. γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς»,… … Dictionary of Greek
σωρεύω — σώρευσα, σωρεύτηκα, σωρευμένος, τοποθετώ διάφορα πράγματα το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνω σωρό απ’ αυτά: Σωρεύτηκαν πολλά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεσωρευμένα — σωρεύω heap perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσωρευμένᾱ , σωρεύω heap perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσωρευμένᾱ , σωρεύω heap perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύετε — σωρεύω heap pres imperat act 2nd pl σωρεύω heap pres ind act 2nd pl σωρεύω heap imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσουσι — σωρεύω heap aor subj act 3rd pl (epic) σωρεύω heap fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σωρεύω heap fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσουσιν — σωρεύω heap aor subj act 3rd pl (epic) σωρεύω heap fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σωρεύω heap fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσω — σωρεύω heap aor subj act 1st sg σωρεύω heap fut ind act 1st sg σωρεύω heap aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύῃ — σωρεύω heap pres subj mp 2nd sg σωρεύω heap pres ind mp 2nd sg σωρεύω heap pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσωρευμένον — σωρεύω heap perf part mp masc acc sg σωρεύω heap perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)