- ἐκ-σφενδονίζω
ἐκ-σφενδονίζω, dasselbe, Heliod. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σφενδονίζω, dasselbe, Heliod. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφενδονίζω — ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν [σφενδόνη] ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα νεοελλ. ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω μσν. παθ. σφενδονίζομαι στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῡ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.) … Dictionary of Greek
σφενδονίζω — ισα 1. ρίχνω με τη σφεντόνα. 2. πετάω κάτι μακριά με ορμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφενδονιζόντων — σφενδονίζω pres part act masc/neut gen pl σφενδονίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονισμένον — σφενδονίζω perf part mp masc acc sg σφενδονίζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδόνιζον — σφενδονίζω imperf ind act 3rd pl σφενδονίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονισθῆναι — σφενδονίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζειν — σφενδονίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζονται — σφενδονίζω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονίζων — σφενδονίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονίζετο — σφενδονίζω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσφενδονίσθη — σφενδονίζω aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)