- ἐκ-σφράγισμα
ἐκ-σφράγισμα, τό, der Abdruck, Kopie, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σφράγισμα, τό, der Abdruck, Kopie, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφράγισμα — impression of a signet ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφράγισμα — το, ατος 1. αποτύπωμα σφραγίδας. 2. σφράγιση. 3. κλείσιμο: Το βαρέλι με το κρασί θέλει καλό σφράγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… … Dictionary of Greek
σφράγισμ' — σφράγισμα , σφράγισμα impression of a signet ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγισμάτων — σφράγισμα impression of a signet ring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγίσματι — σφράγισμα impression of a signet ring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγίσματος — σφράγισμα impression of a signet ring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λιδωρικίου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Λιδορικίου στεγάζεται σε ένα οίκημα που χτίστηκε το 1912, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, για να αποτελέσει το δημοτικό σχολείο της πόλης. Το κτίριο αυτό, που έχει τη μορφή των παραδοσιακών πετρόχτιστων σπιτιών της περιοχής,… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν … Dictionary of Greek
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek