- ἐκ-σφρᾱγίζω
ἐκ-σφρᾱγίζω, ein Siegel abdrücken? – Bei Eur. Herc. Fur. 53, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένος δόμων, = ausgeschlossen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-σφρᾱγίζω, ein Siegel abdrücken? – Bei Eur. Herc. Fur. 53, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένος δόμων, = ausgeschlossen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφραγίζω — σφραγίζω, σφράγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφραγίζω — σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres subj act 1st sg σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
σφραγίζω — σφράγισα, σφραγίστηκα, σφραγισμένος 1. βάζω πάνω σε κάτι τη σφραγίδα: Σφράγισε το γραμματόσημο. – Σφράγισαν τα κρέατα οι υγειονομικές αρχές. 2. κλείνω κάτι εντελώς: Σφράγισε το μπουκάλι. – Του σφράγισαν το στόμα. 3. μτφ., δίνω τέλος σε κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφρήγιζε — σφραγίζω close pres imperat act 2nd sg (ionic) σφραγίζω close imperf ind act 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close pres imperat act 2nd sg σφρηγίζω close imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφρηγίζετο — σφραγίζω close imperf ind mp 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσφραγίζω — (AM ἐνσφραγίζω, Α και ιων. τ. ἐνσφρηγίζω) [σφραγίζω] τυλίγω κάτι και το σφραγίζω αρχ. σφραγίζω, τοποθετώ έγκυρη σφραγίδα … Dictionary of Greek
συσφραγίζω — Α [σφραγίζω] 1. σφραγίζω μαζί με κάποιον 2. μέσ. συσφραγίζομαι α) σφραγίζω και υπογράφω συγχρόνως β) επισυνάπτω … Dictionary of Greek
σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… … Dictionary of Greek
σφραγισμός — ὁ, Α [σφραγίζω] 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, σφράγισμα … Dictionary of Greek
κατεσφραγισμένα — κατεσφρᾱγισμένα , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)