- ἐκ-στίλβω
ἐκ-στίλβω, hervorglänzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-στίλβω, hervorglänzen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στίλβω — glitter pres subj act 1st sg στίλβω glitter pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… … Dictionary of Greek
στιλβώ — όω, ΜΑ βλ. στιλβώνω … Dictionary of Greek
στίλβον — στίλβω glitter pres part act masc voc sg στίλβω glitter pres part act neut nom/voc/acc sg στίλβω glitter imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στίλβω glitter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) στίλβων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβόντων — στίλβω glitter pres part act masc/neut gen pl στίλβω glitter pres imperat act 3rd pl στίλβων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβε — στίλβω glitter pres imperat act 2nd sg στίλβω glitter imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβει — στίλβω glitter pres ind mp 2nd sg στίλβω glitter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβοντα — στίλβω glitter pres part act neut nom/voc/acc pl στίλβω glitter pres part act masc acc sg στίλβων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβοντι — στίλβω glitter pres part act masc/neut dat sg στίλβω glitter pres ind act 3rd pl (doric) στίλβων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβου — στίλβω glitter pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) στίλβω glitter imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβουσι — στίλβω glitter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στίλβω glitter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) στίλβων masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)