- ἐκ-στρατοπεδεύω
ἐκ-στρατοπεδεύω, sein Lager draußen aufschlagen, Ios. – Gew. im med., sich draußen lagern, ἔξω τῆς πόλεως Thuc. 4, 129; Xen. Cyr. 6, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-στρατοπεδεύω, sein Lager draußen aufschlagen, Ios. – Gew. im med., sich draußen lagern, ἔξω τῆς πόλεως Thuc. 4, 129; Xen. Cyr. 6, 3, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατοπεδεύω — στρατοπεδεύω, στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… … Dictionary of Greek
στρατοπεδεύω — στρατοπέδευσα, στρατοπεδευμένος, μένω σε στρατόπεδο: Στρατοπέδευσαν σε κατάλληλο τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατοπεδεύετε — στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp pres ind act 2nd pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευομένων — στρατοπεδεύω encamp pres part mp fem gen pl στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευσαμένων — στρατοπεδεύω encamp aor part mid fem gen pl στρατοπεδεύω encamp aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευσάντων — στρατοπεδεύω encamp aor part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόμεθα — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 1st pl στρατοπεδεύω encamp imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόμενον — στρατοπεδεύω encamp pres part mp masc acc sg στρατοπεδεύω encamp pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευόντων — στρατοπεδεύω encamp pres part act masc/neut gen pl στρατοπεδεύω encamp pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύει — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 2nd sg στρατοπεδεύω encamp pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)