- ἐκ-στραγγίζω
ἐκ-στραγγίζω, auspressen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-στραγγίζω, auspressen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραγγίζω — squeeze out pres subj act 1st sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίζω — 1 στράγγισα βλ. πίν. 33 2 στράγγιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… … Dictionary of Greek
στραγγίζω — στράγγισα και στράγγιξα, στραγγίστηκα, στραγγισμένος 1. μτβ., πιέζω και αφαιρώ το νερό από κάτι: Στράγγισε τα ρούχα. 2. αμτβ., μου αφαιρείται το υγρό: Στράγγιξαν τα ρούχα. 3. διυλίζω, σουρώνω: Στραγγίζω το γάλα. 4. εξαντλούμαι: Στράγγιξε από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραγγιεῖ — στραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίζει — στραγγίζω squeeze out pres ind mp 2nd sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίσαι — στραγγίζω squeeze out aor inf act στραγγίσαῑ , στραγγίζω squeeze out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστραγγισμένον — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc acc sg στραγγίζω squeeze out perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίζεσθαι — στραγγίζω squeeze out pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγίζων — στραγγίζω squeeze out pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστραγγισμένου — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)