- ἐκ-στρατεία
ἐκ-στρατεία, ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐκ-στρατεία, ἡ, der Ausmarsch, der Aufbruch mit dem Heere, Luc. Somn. 25 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατεία — στρατείᾱ , στρατεία expedition fem nom/voc/acc dual στρατείᾱ , στρατεία expedition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείᾳ — στρατείᾱͅ , στρατεία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
στρατεία — η 1. εκστρατεία. 2. στρατιωτική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατείας — στρατείᾱς , στρατεία expedition fem acc pl στρατείᾱς , στρατεία expedition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαι — στρατείᾱͅ , στρατεία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαν — στρατείᾱν , στρατεία expedition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατειῶν — στρατεία expedition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαις — στρατεία expedition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείην — στρατεία expedition fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείης — στρατεία expedition fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)