ἐξ-όδιον

ἐξ-όδιον

ἐξ-όδιον, τό, der Ausgang, Gramm.; bes. Ausgang eines Schauspiels, δράματος μεγάλου τραγικὸν ἐξόδιον Plut. Alex. 75, vgl. Pelop. 34; εἰς τοῦτό φασιν ἐξόδιον τὴν Κράσσου στρατηγίαν τελευτῆσαι Crass. 33. In LXX. das Auszugsfest.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ὀδίον — Ὀδίος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίον — ὁδάω export and sell pres part act masc voc sg (epic doric ionic) ὁδάω export and sell pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅδιον — ὅδιος belonging to a way masc/fem acc sg ὅδιος belonging to a way neut nom/voc/acc sg ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ICONICUM Simulacrum — apud Suet. Calig. c. 22. Templum etiam Numini suo proprium instituit. In Templo simulacrum stabat aureum iconicum: ex Graeco ἐικονικὸν, quid proprie sit, ex Plin. discimus l. 34. c. 4. Effigies hominum non solebant exprimi, nisi aliquâ illustri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διόδια — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 174 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάνδρας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 359 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • κατευόδιο — και καταυόδιο, το (Μ κατευόδιο[ν] και καταυ[γ]όδιον) [κατευοδώ] 1. καλό ταξίδι 2. αίσια έκβαση, επιτυχία νεοελλ. (συν. ως ευχή) στο καλό, καλό δρόμο, καλό ταξίδι («σού εύχομαι κατευόδιο») μσν. (ως επίρρ.) με καλό ταξίδι …   Dictionary of Greek

  • ξόδι — το 1. εκφορά νεκρού, κηδεία 2. θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐξ όδιον «εκφορά νεκρού», ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ἐξ όδιος, με σίγηση τού αρκτ. ε . Κατ άλλους, η λ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”