- ἐξ-όδιος
ἐξ-όδιος, zum Ausgange gehörig, μέλος, ὃ ἐξιόντες ᾖδον, welches der abtretende Chor sang, Poll. 4, 108; νόμοι Cratin. bei Suid.; vgl. bes. Eust. ll. 239, 20; ῥήματα, die letzten Worte des Sterbenden, K. S..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όδιος, zum Ausgange gehörig, μέλος, ὃ ἐξιόντες ᾖδον, welches der abtretende Chor sang, Poll. 4, 108; νόμοι Cratin. bei Suid.; vgl. bes. Eust. ll. 239, 20; ῥήματα, die letzten Worte des Sterbenden, K. S..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ὀδίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅδιος — belonging to a way masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όδιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Μηκιστέα και αδελφός του Επίστροφου, ηγεμόνας των Αλιζώνων της Βιθυνίας. Πολέμησε μαζί με τους Τρώες. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Κήρυκας των Αχαιών στο ελληνικό στρατόπεδο της Τροίας. 3. Πυθαγόρειος… … Dictionary of Greek
Ὀδίου — Ὄδιος masc gen sg Ὀδίος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅδιον — ὅδιος belonging to a way masc/fem acc sg ὅδιος belonging to a way neut nom/voc/acc sg ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀδίον — Ὀδίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδίου — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδίων — ὅδιος belonging to a way masc/fem/neut gen pl ὁδάω export and sell pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] … Dictionary of Greek
προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… … Dictionary of Greek
ОДИЙ — • Odĭus, Όδιος, 1. предводитель гализонов под Троей, убитый Агамемноном. Ноm. Il. 5, 38; 2. греческий герольд под Троей. Ноm. Il. 6, 170 … Реальный словарь классических древностей