- ἐξ-όγκωμα
ἐξ-όγκωμα, τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όγκωμα, τό, das Erhöhte, Angeschwellte, λάϊνα, Grabhügel, Eur. Herc. Fur. 1332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄγκωμα — swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
όγκωμα — το, ατος παθολογική ανάπτυξη μέρους του σώματος, φούσκωμα, εξόγκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀγκώμασι — ὄγκωμα swelling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώματα — ὄγκωμα swelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθουρητικός — ή, ό (Α ὀπισθουρητικός, ή, όν) νεοελλ. ανατ. φρ. «οπισθουρητικό όγκωμα» εγκάρσιο όγκωμα που ενώνει τις δύο εκβολές τών ουρητήρων αρχ. αυτός που ουρεί προς τα πίσω («ὥσπερ τὰ ὀπισθουρητικὰ τῶν τετραπόδων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ουρητήρες — (Ανατ.). Δύο αποχετευτικά όργανα των ούρων. Ο ο. είναι ινομυώδης σωλήνας, που ξεκινά από τη νεφρική πύελο και εκβάλλει στην ουροδόχο κύστη. Έχει μήκος 26 30 εκ. Οι δύο άκρες (πέρατα) των ο. απέχουν μεταξύ τους 7 8 εκ. Στις εκβολές των ο.… … Dictionary of Greek
Злокачественная опухоль — Удалённая молочная железа, поражённая инвазивным протоко … Википедия
Карцинома — OMIM 8010/3 8010/3 MeSH D002277 D002277 … Википедия
Миеломная болезнь — МКБ 10 C … Википедия
Миелома — Миеломная болезнь (от греч. μυελός костный мозг и ωμα окончание в названиях опухолей, от ὄγκωμα опухоль), болезнь Рустицкого Калера, множественная миелома, генерализованная плазмоцитома заболевание системы крови, относящееся к… … Википедия