- ἐξ-όγκωσις
ἐξ-όγκωσις, ἡ, das Erhöhen, Anschwellen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-όγκωσις, ἡ, das Erhöhen, Anschwellen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄγκωσις — intumescence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώσει — ὄγκωσις intumescence fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὀγκώσεϊ , ὄγκωσις intumescence fem dat sg (epic) ὄγκωσις intumescence fem dat sg (attic ionic) ὀγκόω raise up aor subj act 3rd sg (epic) ὀγκόω raise up fut ind mid 2nd sg ὀγκόω raise up fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώσεις — ὄγκωσις intumescence fem nom/voc pl (attic epic) ὄγκωσις intumescence fem nom/acc pl (attic) ὀγκόω raise up aor subj act 2nd sg (epic) ὀγκόω raise up fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκωσιν — ὄγκωσις intumescence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκωση — η (ΑΜ ὄγκωσις) [ογκώ] αύξηση τού όγκου, διόγκωση, εξόγκωση, φούσκωμα, πρήξιμο νεοελλ. εξοίδηση, δηλαδή παθολογική αύξηση τού όγκου οποιουδήποτε μέρους τού σώματος … Dictionary of Greek
ὀγκώσεως — ὀγκώσεω̆ς , ὄγκωσις intumescence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώσῃ — ὀγκώσηι , ὄγκωσις intumescence fem dat sg (epic) ὀγκόω raise up aor subj mid 2nd sg ὀγκόω raise up aor subj act 3rd sg ὀγκόω raise up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)