- ἐΰσσελμος
ἐΰσσελμος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐΰσσελμος,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εΰσσελμος — ἐΰσσελμος, ον (Α) βλ. εύσελμος … Dictionary of Greek
слемя — род. п. ене бревно, брус, перекладина , только русск. цслав. слѣмѧ, род. п. ене δοκός (ХI в.), наряду с этим позднее (ХVI в.) русск. соломина (Мi. LР 862; Торбьёрнссон 1, 97), болг. слеме (Младенов 590), сербохорв. шље̏ме, род. п. ена конек на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά … Dictionary of Greek
εύσελμος — εὔσελμος και επικ. τ. ἐΰσσελμος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει καλά σέλματα, θέσεις για τους κωπηλάτες («νηὸς ἐϋσσέλμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλμα] … Dictionary of Greek
sel-2, su̯el- — sel 2, su̯el English meaning: beam, board Deutsche Übersetzung: “Balken, Brett, from stems or Brettern Verfertigtes” Material: O.E. selma, sealma, O.S. selmo “bed”, eig. “das wooden bedstead “; Lith. suolas “ bench “, Lith. sìlė… … Proto-Indo-European etymological dictionary