- ἐΰσσωτρος
ἐΰσσωτρος, ep. = εὔσελμος, εὔ. σωτρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐΰσσωτρος, ep. = εὔσελμος, εὔ. σωτρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εΰσσωτρος — ἐΰσσωτρος, ον (Α) βλ. εύσωτρος … Dictionary of Greek
εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] … Dictionary of Greek