ἐν-στρωφάομαι

ἐν-στρωφάομαι

ἐν-στρωφάομαι, = ἐνστρέφομαι, Qu. Sm. 1, 306.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρωφάομαι — στρωφάω turn constantly pres ind mp 1st sg (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”