- ἐμ-ποίνιμος
ἐμ-ποίνιμος, strafbar; sprichw. ἀφροδισιος ὅρκος οὐκ ἐμπ., Diog. 3, 37, solcher Eidbruch wird nicht bestraft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-ποίνιμος, strafbar; sprichw. ἀφροδισιος ὅρκος οὐκ ἐμπ., Diog. 3, 37, solcher Eidbruch wird nicht bestraft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποίνιμος — avenging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίνιμον — ποίνιμος avenging masc/fem acc sg ποίνιμος avenging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινίμοις — ποίνιμος avenging masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινίμου — ποίνιμος avenging masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίνιμα — ποίνιμος avenging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίνιμοι — ποίνιμος avenging masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)