- ἐμ-ποίνιος
ἐμ-ποίνιος, = Vor., Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-ποίνιος, = Vor., Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταποίνιος — μεταποίνιος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που τιμωρεί κατόπιν, ο εκδικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποίνιος (< ποινος < ποινή), πρβλ. εμ ποίνιος] … Dictionary of Greek
POENIUS — Grace Ποίνιος, Dianae servus, ἱερόδουλος, τῆς Α᾿ρτέμιδος πρόπολος, una cum Demetrio, ultimam manum aedificationi Templi Dianae Ephesinae, quam Chresiphon instituerat, imposuit, Vitruvius, l. 7. in Prooem. Cui consentanea habet Strabo, qui… … Hofmann J. Lexicon universale