- ἐμ-πλέγδην
ἐμ-πλέγδην, eingeflochten, einschließlich, Nicom. arith. 2 p. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-πλέγδην, eingeflochten, einschließlich, Nicom. arith. 2 p. 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέγδην — entwined indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγδην — Α επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ αὐχένος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek