πάθης — πάθη passive state fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθῃς — πάθη passive state fem dat pl (epic) πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηις — πάθῃς , πάθη passive state fem dat pl (epic) πάθῃς , πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek
ηφαιστειοπαθής — ές αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από ηφαιστειακή δράση («ηφαιστειοπαθείς τόποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + παθής < πάθος (πρβλ. ηττο παθής, σεισμο παθής)] … Dictionary of Greek
θηλυπαθής — θηλυπαθής, ές (Μ) αυτός που έχει γυναικεία πάθη, ο θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής ευ παθής] … Dictionary of Greek