ἐμ-πνοή

ἐμ-πνοή

ἐμ-πνοή, , das Anwehen, Strab. 4, 1, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνοῇ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοή — blowing fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η 1. φύσημα αγέρα. 2. αναπνοή: Άφησε την τελευταία του πνοή (πέθανε). 3. μτφ., δύναμη που εμπνέει: Έργο γεμάτο πνοή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνοῆι — πνοῇ , πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖς — πνοή blowing fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαῖσιν — πνοή blowing fem dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοαί — πνοή blowing fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιαῖς — πνοή blowing fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιαῖσι — πνοή blowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”