- ἐχίδιον
ἐχίδιον, τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχίδιον, τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχίδιον — ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) [έχις] μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐχίδια — ἐχίδιον young viper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχείδιον — ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα … Dictionary of Greek