- ἐχίειον
ἐχίειον, τό, = ἔχιον, Nic. Th. 65. 637.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχίειον, τό, = ἔχιον, Nic. Th. 65. 637.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχίειον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίεια — ἐχίειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχίειος — ἐχίειος, α, ον (ΑΜ) [έχις] μσν. εχιδναίος* αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχίειον και ἔχιον το φυτό σαπωνόφυτο το ωκιμοειδές, κν. φιδοβότανο … Dictionary of Greek