- ἐχίδνιον
ἐχίδνιον, τό, dim. von ἔχιδνα, Arist. H. A. 5, 34, v. l. ἐχίδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐχίδνιον, τό, dim. von ἔχιδνα, Arist. H. A. 5, 34, v. l. ἐχίδιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχίδιον — ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) [έχις] μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek