- ἐρί-κλαυστος
ἐρί-κλαυστος, 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-κλαυστος, 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] … Dictionary of Greek