- ἐρί-κλυτος
ἐρί-κλυτος, sehr berühmt, Orph. Arg. 1028.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-κλυτος, sehr berühmt, Orph. Arg. 1028.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερικλυτός — ἐρικλυτός, όν (Α) περίφημος, ξακουστός, φημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»] … Dictionary of Greek