- ἐρί-γληνος
ἐρί-γληνος, mit großem Augapfel, großäugig, Opp. Cyn. 1, 310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-γληνος, mit großem Augapfel, großäugig, Opp. Cyn. 1, 310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίγληνος — ἐρίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλους τους βολβούς τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»)] … Dictionary of Greek