- ἐρί-βρομος
ἐρί-βρομος, = ἐριβρεμέτης, λέοντες Pind. Ol. 10, 21, νεφέλη P. 6, 11, χϑών 6, 3; bes. Beiname des Bacchus bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-βρομος, = ἐριβρεμέτης, λέοντες Pind. Ol. 10, 21, νεφέλη P. 6, 11, χϑών 6, 3; bes. Beiname des Bacchus bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίβρομος — ἐρίβρομος, ον (Α) 1. αυτός που φωνάζει δυνατά («εἰμὶ δ’ ἐγώ Διόνυσος ἐρίβρομος», Ανακρ.) 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐρίβρομοι λέοντες», Πίνδ.) 3. ο πολύ ηχηρός, ο βροντώδης («ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο)… … Dictionary of Greek