- ἐρί-βρῡχος
ἐρί-βρῡχος, laut brüllend, βοῦς H. h. Merc. 116; κέλαδος, von der Trompete, Antip. Sid. 11 (VI, 159); λέων Qu. Sm. 3, 171; λέαιναι Opp. Cyn. 3, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-βρῡχος, laut brüllend, βοῦς H. h. Merc. 116; κέλαδος, von der Trompete, Antip. Sid. 11 (VI, 159); λέων Qu. Sm. 3, 171; λέαιναι Opp. Cyn. 3, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόβρυχος — μεγαλόβρυχος, ον (Α) αυτός που βρυχάται δυνατά («μεγαλοβρύχοιο λέοντος», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βρυχος (< βρυχῶμαι), πρβλ. ερί βρυχος] … Dictionary of Greek
ερίβρυχος — ἐρίβρυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.) 2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βρυχος (< βρύχομαι)] … Dictionary of Greek