- ἐρί-χρῡσος
ἐρί-χρῡσος, goldreich, βασιλεύς, Ep. ad. (IX, 785).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-χρῡσος, goldreich, βασιλεύς, Ep. ad. (IX, 785).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίχρυσος — ἐρίχρυσος, ον (Μ) αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι + χρυσός] … Dictionary of Greek