ἐρημο-λάλος

ἐρημο-λάλος

ἐρημο-λάλος, μοῠσα, einsam schwatzend, das einsame Lied der Cicade, Mel. 111 (VII, 196).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυλάλος — ἡδυλάλος, ον (Α) επιγρ. ηδυλόγος, *γλυκόλογος, γλυκόλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. τού λαλώ), πρβλ. ερημο λάλος, χρηστο λάλος] …   Dictionary of Greek

  • ερημολάλος — ἐρημολάλος, ον (Α) αυτός που λαλεί, που τερετίζει στην ερημιά, στη μοναξιά («ἐρημολάλος τέττιξ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + λάλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”