- ἐρημοκόμης
ἐρημοκόμης, ὁ, vom Haar entblößt, κράς, Phani. 2 (VI, 294); κόρση, Philp. 67 (VII, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημοκόμης, ὁ, vom Haar entblößt, κράς, Phani. 2 (VI, 294); κόρση, Philp. 67 (VII, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημοκόμης — void of hair masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐρημοκόμης void of hair masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐρημοκόμης void of hair masc/fem nom sg ἐρημοκόμης void of hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημοκόμης — ἐρημοκόμης, ὁ, ἡ (Α) αυτός που στερείται μαλλιών, ο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + κόμη] … Dictionary of Greek
ἐρημοκόμου — ἐρημοκόμης void of hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)