- ἐργο-λήπτης
ἐργο-λήπτης, ὁ, dasselbe, Poll. 7, 182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργο-λήπτης, ὁ, dasselbe, Poll. 7, 182.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] … Dictionary of Greek