- ἐριθάκη
ἐριθάκη, ἡ, das sogenannte Bienenbrot, Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Bienenharz, Varr. R. R. 3, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριθάκη, ἡ, das sogenannte Bienenbrot, Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Bienenharz, Varr. R. R. 3, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριθάκη — ἐριθάκη, ἡ (Α) ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος*. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών … Dictionary of Greek
ἐριθάκη — bee bread fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριθάκην — ἐριθάκη bee bread fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
εριθακώδης — ἐριθακώδης, ες (Α) [εριθάκη] αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῑαι», Επίχ.) … Dictionary of Greek
κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… … Dictionary of Greek