- ἐργο-λάβος
ἐργο-λάβος, der Arbeit für einen gewissen Lohn übernimmt, Plat. Rep. II, 373 c; τοῠ ἀγάλματος Plut. Pericl. 31, u. Sp. öfter, z. B. δίκης, Advokat, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐργο-λάβος, der Arbeit für einen gewissen Lohn übernimmt, Plat. Rep. II, 373 c; τοῠ ἀγάλματος Plut. Pericl. 31, u. Sp. öfter, z. B. δίκης, Advokat, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθολάβος — λιθολάβος, ὁ (Α) λιθολαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. τού λαμβάνω), πρβλ. δικο λάβος, εργο λάβος] … Dictionary of Greek
μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… … Dictionary of Greek
παντολάβος — ὁ, Α αυτός που παίρνει και σφετερίζεται τα πάντα από τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. β τού λαμβάνω), πρβλ. εργο λάβος] … Dictionary of Greek
χειρολάβος — ο, ΝΑ επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. ἐργο λάβος] … Dictionary of Greek
τιτθολαβώ — έω, Α ψηλαφώ τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτθός «μαστός» + λαβῶ (< λάβος < λαμβάνω), πρβλ. ἐργο λαβῶ] … Dictionary of Greek