- ἐρι-λαμπής
ἐρι-λαμπής, ές, sehr leuchtend, Orph. frg. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-λαμπής, ές, sehr leuchtend, Orph. frg. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριλαμπής — ἐριλαμπής, ές (Α) ο πολύ λαμπρός («ἐριλαμπὴς σοφίη», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπής (< λάμπω)] … Dictionary of Greek