- ἐρι-λαμπέτις
ἐρι-λαμπέτις αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-λαμπέτις αἴγλη, = Folgdm, Maxim. 102.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριλαμπέτις — ιδος, ἡ, Α (για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. τού λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐρι λαμπέτις] … Dictionary of Greek
εριλαμπέτις — ἐριλαμπέτις, ἡ (Α) μτγν. ανώμαλο θηλυκό τού ἐριλαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπέτις (< λάμπω)] … Dictionary of Greek