- ἐριο-κόμος
ἐριο-κόμος, ὁ, = ἐριουργός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριο-κόμος, ὁ, = ἐριουργός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριοκόμος — ἐριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο εριουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + κόμος (< κομώ)] … Dictionary of Greek